Τιτλοποίηση απαιτήσεων
Στο παρόν άρθρο παρατίθενται ορισμένα απο τα πλείστα ζητήματα αναφορικά με το καθεστώς που διέπει τις εταιρίες διαχείρισης και απόκτησης απαιτήσεων, κατα το κοινώς λεγόμενον στην αγγλική ορολογία, funds. Επιπλέον, αναπτύσσεται συνοπτικά, το είδος των υπο εκχώρηση απαιτήσεων και οι διαφορές μεταξύ ανάθεσης προς διαχείριση και μεταβίβασης (πώλησης) καθώς και το νομικό οπλοστάσιο του δανειολήπτη απέναντι στη διαδικασία τιτλοποίησης των δανείων του. Τέλος, παρατίθενται νομικοί προβληματισμοί της γράφουσας καθώς και της νομικής κοινότητας, αναφορικά με τα δικαιώματα των δανειοληπτών ως προς ορισμένες απο τις θιγόμενες στο παρόν άρθρο εκφάνσεις του μηχανισμού της τιτλοποίησης απαιτήσεων.
Πώληση «κόκκινων» δανείων- θεσμικό πλαίσιο τιτλοποίησης απαιτήσεων (πώληση-διαχείριση)
Το μείζον νομικό φαινόμενο της πώλησης δανείων απο τις τράπεζες εμφανίζεται συχνότατα στην οικονομική επικαιρότητα κατά τα τελευταία έτη της οικονομικής ύφεσης και της κατάρρευσης του τραπεζικού συστήματος. Ανάμεσα στους σκοπούς της δημιουργίας νομικού πλαισίου για το εν λόγω ζήτημα ήταν αφενός η προσπάθεια εξυγίανσης των δανειακών χαρτοφυλακίων των πιστωτικών και χρηματοδοτικών ιδρυμάτων, ώστε να μπορούν προς εξυπηρέτηση του παραπάνω σκοπού να προβαίνουν ταχύτερα, ευκολότερα και οικονομικότερα, σε μεταβίβαση απαιτήσεων σε φορείς που θα επιδιώξουν την είσπραξη ή την αναδιάρθρωσή τους. Αφετέρου, η έμμεση ωφέλεια του οφειλέτη, για την οποία η γράφουσα διατηρεί πλείστες επιφυλάξεις, τουλάχιστον μέχρι να αποδειχθεί στην πράξη, διότι η εταιρία που αποκτά την απαίτηση καταβάλλοντας ποσό που υπολείπεται της ονομαστικής της αξίας, πιθανόν θα είναι διατεθημένη να τη ρυθμίσει συμβατικά με τον οφειλέτη σε επίπεδο χαμηλότερο απο την ονομαστική της αξία με μερική διαγραφή χρέους, αφού θα αποκομίζει ως κέρδος τη διαφορά.
Μέχρι αρκετά πρόσφατα, το φαινόμενο αυτό ρυθμιζόταν μόνο απο τις διατάξεις της εκχώρησης του Αστικού Κώδικα (άρθρα 455 επ.). Ωστόσο, λόγω της ραγδαίας αύξησης των καθυστερούμενων δανείων και της ανάγκης των τραπεζών για διευκόλυνση της μαζικότητας των συναλλαγών τους, έχει πλέον θεσπισθεί ειδικό νομοθετικό πλαίσιο το οποίο απαρτίζεται απο το Ν.3156/2003 σε συνδυασμό με το Ν.4354/2015 ο οποίος τροποποιήθηκε με το Ν. 4393/2016 (Άρθρο 4), με το Ν.4389/2016 (Άρθρο 70) καθώς και με το Ν.4549/2018 (Άρθρο 69), οι οποίοι ισχύουν παράλληλα και συμπληρωματικά με το γενικό καθεστώς του Αστικού Κώδικα.
Ποιες απαιτήσεις μπορούν να μεταβιβασθούν;
Ο Ν. 4393/2016 ο οποίος τροποποίησε τον Ν.4354/2015, κατέστησε πλέον δυνατή την εκχώρηση τόσο εξυπηρετούμενων όσο και μη εξυπηρετούμενων απαιτήσεων (εναλλακτικά καλούμενων ‘κόκκινων δανείων’), ωστόσο τόσο αυτός όσο και οι μεταγενέστεροι τροποιητικοί νόμοι, αποφεύγουν να ορίσουν την έννοια της “μη εξυπηρετούμενης” απαίτησης. Για το λόγο αυτό, κρίνεται σκόπιμο να γίνει παραπομπή σε ορισμούς της εποπτικής νομοθεσίας και στον Κώδικα Δεοντολογίας των Τραπεζών. Κοινό στοιχείο των ορισμών αυτών για τον χαρακτηρισμό μίας απαίτησης ως ‘μη εξυπηρετούμενης’ είναι ότι πρόκειται για δάνεια στα οποία καταγράφεται ήδη καθυστέρηση πληρωμών του οφειλέτη άνω των 90 ημερών, ή προβλέπεται με βεβαιότητα ότι δεν θα μπορέσουν να αποπληρωθούν κατά τη λήξη τους χωρίς τη ρευστοποίηση των τυχόν εξασφαλίσεων (υποθήκες, προσημειώσεις κλπ). Τα δάνεια που μπορούν να εκχωρηθούν κατά το πλείστον δεν έχουν καθόλου ή έχουν μόνο ανεπαρκείς εξασφαλίσεις.
Σύμφωνα με το Ν.4389/2016, (Άρθρο 70) υπάρχουν δύο μορφές μεταβίβασης απαιτήσεων απο τραπεζικά δάνεια (ανεξαρτήτως σκοπού χορήγησής τους, ήτοι καταναλωτικά, στεγαστικά, επιχειρηματικά κ.ο.κ), ή πιστώσεις: η ανάθεση της διαχείρισης (που τροποποιεί το αρ.2 του Ν.4354/2015) και η μεταβίβαση με αιτία την πώλησή (εκχώρησή) τους (που τροποποιεί το αρ.3 του Ν.4354/2015). Ειδικότερα, η πρώτη μορφή μεταβίβασης έχει την έννοια ότι η τράπεζα παραμένει δικαιούχος της μεταβιβαζόμενης απαίτησης και αναθέτει απλώς δυνάμει σχετικής έγγραφης σύμβασης, τη διαχείριση αυτών σε ειδικές εταιρίες αποκλειστικού σκοπού (‘Εταιρίες Διαχείρισης Απαιτήσεων απο Δάνεια και Πιστώσεις’). Ως εν ευρεία έννοια διαχείριση νοείται κάθε πράξη που θα μπορούσε να διενεργήσει και το ίδιο το πιστωτικό ίδρυμα σε σχέση με τις απαιτήσεις αυτές (λογιστική και νομική παρακολούθηση, είσπραξη, διενέργεια διαπραγματεύσεων με τους οφειλέτες, ρύθμιση των οφειλών με βάση τα προβλεπόμενα στον Κώδικα Τραπεζικής Δεοντολογίας για τα καθυστερούμενα δάνεια Ν. 4224/2013 όπως τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε δυνάμει της υπ’αρ. 195/1/29.07.2016 απόφασης της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος, σύναψη συμβάσεων συμβιβασμού, άσκηση ενδίκων βοηθημάτων, επίσπευση αναγκαστικής εκτέλεσης κλπ). Οι ως άνω Εταιρίες Διαχείρισης, λαμβάνουν ειδική άδεια απο την Τράπεζα της Ελλάδος και υπόκεινται σε ειδική αυστηρή εποπτεία απο την τελευταία, δεσμεύονται απο το σύνολο της νομοθεσίας για την προστασία του καταναλωτή, τον Κώδικα Τραπεζικής Δεοντολογίας για τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια και απο το σύνολο των κανόνων που διέπουν τη χορήγηση δανείων και πιστώσεων απο τις τράπεζες. Η εταιρία που αποκτά τις απαιτήσεις έχει τη δυνατότητα να επιστρατεύσει τις λεγόμενες “Εταιρίες Ενημέρωσης Οφειλετών για ληξιπρόθεσμες οφειλές” του Ν. 3758/2009 κατά τη διαχείριση της απαίτησης (βλ. Άρθρο 2 παρ. 5 του Ν.4354/2015).
Στην περίπτωση της μεταβίβασης (εκχώρησης), οι τράπεζες αποξενώνονται εντελώς απο τις μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις, οι οποίες ανήκουν εφεξής εξολοκλήρου στον εκδοχέα. Προϋπόθεση για την πώληση ενός μη εξυπηρετούμενου δανείου, είναι να έχει προηγηθεί, τουλάχιστον δώδεκα μήνες πριν απο την προσφορά προς πώληση, εξώδικη πρόσκληση προς το δανειολήπτη και τον εγγυητή να τακτοποιήσουν τις οφειλές τους, βάσει γραπτής πρότασης κατάλληλης ρύθμισης με συγκεκριμένους όρους αποπληρωμής σύμφωνα με τον Κώδικα Τραπεζικής Δεοντολογίας (Ν.4224/2013), με εξαίρεση απαιτήσεις επίδικες ή επικασθείσες και απαιτήσεις κατά οφειλετών που έχουν χαρακτηρισθεί ‘μη συνεργάσιμοι’ σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στον Κώδικα Δεοντολογίας. Περαιτέρω προϋποθέσεις είναι και η διπλή διαδοχική δημοσιότητα και διαφάνεια, με πρότερη καταχώριση της σύμβασης μεταξύ μεταβιβάζοντος και αποκτώντος στο ειδικό βιβλίο του ενεχυροφυλακείου της έδρας του εκχωρητή και έπειτα με αναγγελία της καταχώρισης αυτής “με κάθε πρόσφορο μέσο, συμπεριλαμβανομένων και των μέσων ηλεκτρονικής επικοινωνίας’’ στον οφειλέτη και τους εγγυητές. Εν αντιθέσει με την περίπτωση της απλής διαχείρισης, στην περίπτωσης της πλήρους μεταβίβασης μίας απαίτησης, ο νέος αγοραστής (εκδοχέας) είναι υποχρεωμένος να αναθέσει τη διαχείριση των απαιτήσεων σε μία απο τις εταιρίες διαχείρισης.
Σημαντικά όπλα προστασίας του δανειολήπτη στο ειδικό νομοθετικό αυτό πλαίσιο, είναι η “μη χειροτέρευση της πραγματικής ή νομικής θέσης του δανειολήπτη και του εγγυητή” (Άρθρο 3 παρ. 7), γεγονός που σημαίνει ότι εξακουθεί να έχουν τα ίδια δικαιώματα (π.χ ενστάσεις) και τις ίδιες υποχρεώσεις (π.χ υπόκεινται στα ίδια μέτρα αναγκαστικής εκτέλεσης) τόσο έναντι της αγοράστριας εταιρίας όσο και έναντι της τράπεζας που διαχειριζόταν την απαίτηση μέχρι να την μεταβιβάσει ή να την εκχωρήσει προς διαχείριση.
Οι αποκτώσες εταιρίες, δηλαδή οι εταιρίες “διαχείρισης ή απόκτησης απαιτήσεων”, έχουν αδειοδοτηθεί και εποπτεύονται απο την Τράπεζα της Ελλάδος και εδρεύουν στην Ελλάδα ή σε κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε τρίτη χώρα υπό τον όρο ότι έχουν εγκατασταθεί νόμιμα στην Ελλάδα μέσω υποκαταστήματος. Επιπλέον, υποχρεούνται σε συμμόρφωση με την κείμενη νομοθεσια περί προστασίας του καταναλωτή, με τον Κώδικα Δεοντολογίας τραπεζών, με τους κανόνες που διέπουν τη χορήγηση δανείων και πιστώσεων που ισχύουν για τα πιστωτικά ιδρύματα, περιλαμβανομένης και της Οδηγίας 2014/17 καθώς και με όλες τις σχετικές με χορηγούμενα απο πιστωτικά και χρηματοδοτικά ιδρύματα δάνεια και πιστώσεις αποφάσεις της Ελλάδος καθώς επίσης υποχρεούνται να λαμβάνουν ειδική μέριμνα για κοινωνικά ευπαθείς ομάδες. Τέλος, επειδή η αγοράστρια εταιρία ή η εταιρία που διαχείριζεται τις απαιτήσεις έχει αποκτήσει τις τελευταίες σε τιμή πολύ μικρότερη απο την ονομαστική τους αξία, είναι σε θέση να προτείνει στο δανειολήπτη τρόπους διευθέτησης της οφειλής του (π.χ μεγάλα “κουρέματα”) που συχνά είναι αρκετά ευνοϊκότεροι απο ό,τι θα μπορούσε να του προσφέρει ίσως η τράπεζα. Παρά ταύτα, διατηρούνται αμφιβολίες τόσο απο πλευράς της γράφουσας όσο και απο τη νομική κοινότητα εν γένει, ως προς τη μη χειροτέρευση της πραγματικής θέσης του δανειολήπτη, καθώς ο ισχυρός δεσμός εμπιστοσύνης και μακρόχρονης συνήθως συνεργασίας και προσωπικής σχέσης, ας μας επιτραπεί η έκφραση, που συνήθως αναπτύσσεται με τον αρχικό δανειστή διαρρηγνύεται με την εισδοχή στην έννομη σχέση μίας διαφορετικής εταιρίας συγκεκριμένης στόχευσης. Επιχείρημα υπερ αυτής της αμφιβολίας μπορεί να εξαχθεί και απο το γραμμα του άθρου 3 παρ.7 του Ν. 4354/2015 όπως τροποποιήθηκε και ισχύει το οποίο απαγορεύει στην αποκτώσα εταιρία, εφόσον το επιτόκιο είχε συμφωνηθεί κυμαινόμενο, να προσδιορίσει περιθώριο επιπλέον του επιτοκίου αναφοράς υψηλότερου εκείνου που είχε προσδιορίσει το μεταβιβάζον πιστωτικό ίδρυμα αποκλειστικά και μόνο για την περίπτωση που το δάνειο ή η πίστωση είναι εξυπηρετούμενη. Απο την ως άνω ξεκάθαρη διατύπωση, συνάγεται ότι στην περίπτωση που το δάνειο είναι μη εξυπηρετούμενο, μία τέτοια προστασία του δανειολήπτη δεν θα υφίσταται, αφήνοντας την αποκτώσα εταιρία να διαχειριστεί το ζήτημα του περιθωρίου, όπως αυτή κρίνει.
Εν κατακλείδι, το νομικό πλαίσιο που ρυθμίζει τις τιτλοποιήσεις (Ν.4354/2015) χαρακτηρίζεται απο μία νομοτεχνική προχειρότητα γεγονός που αποδεικνύεται περίτρανα απο τις τρεις μέχρι σήμερα τροποποιήσεις που έχει υποστεί. Επίσης, αδιαμφισβήτητα, αφήνει κενά ως προς τη θέσπιση παρεπόμενων υποχρεώσεων των εταιριών διαχείρισης, παρόμοιων με αυτές που υπέχουν τα πιστωτικά ιδρύματα (π.χ υποχρέωση διαφώτισης, παροχής συμβουλών ή καθοδήγησης του οφειλέτη που απορρέουν απο την υποχρέωση πρόνοιας και προστασίας). Επίσης, ζητήματα εφαρμογής αναφορικά με ζητήματα περιορισμών στην άσκηση δικαιώματος καταγγελίας, με την υποχρέωση ανοχής προ της άσκηση δικαιωμάτων αναγκαστικής εκτέλεσης ή συγκατάθεσης στην αντικατάσταση ασφαλειών, καθότι μένουν αρρύθμιστα, θα οδηγηθούν αναπόφευκτα στη δικαστική κρίση. Εν προκειμένω, στόχος των νομικών παραστατών και του δικαστή είναι να συμβάλλουν στο σκοπό της δίκαιης στάθμισης των συμφερόντων πιστωτών και οφειλετών με γνώμονα τόσο οικονομικά αποτελεσματικές όσο και ταυτόχρονα κοινωνικά εύλογες λύσεις, εντός των ορίων που χαράσσει το θεσμικό πλαίσιο.
Παραπομπές σε αρθρογραφία-νομικές μελέτες:
-Το ειδικό δίκαιο της εκχώρησης απαιτήσεων, Απο την πρακτορεία και τιτλοποίηση στη διάθεση απαιτήσεων με αιτία τη διαχείριση ή την πώληση: συστηματική εναρμόνιση με το γενικό δίκαιο εκχώρησης του Α.Κ., Δημήτριος Κ. Ρούσσης, Χρονικά Ιδιωτικού Δικαίου ΙΣΤ/2016/569 επ.
-Η μεταβίβαση “κόκκινων” δανείων απο τις Τράπεζες και η προστασία προσωπικών δεδομένων του δανειολήπτη, Απόστολος Σ.Γεωργιάδης, Χρονικά Ιδιωτικού Δικαίου ΙΗ/2018/3επ.
-Μεταβίβαση απαιτήσεων απο μη εξυπηρετούμενα δάνεια, Ζαφείριος Τσολακίδης, Χρονικά Ιδιωτικού Δικαίου, ΙΣΤ/2016/641 επ.
Ευγνωσία Παπαδοπούλου
*Σημειώνεται ότι σε καμία περίπτωση οι εδώ προσφερόμενες πληροφορίες δεν μπορούν να θεωρηθούν ως παροχή νομικών συμβουλών, ούτε μπορούν να αντικαταστήσουν την εξατομικευμένη παροχή νομικών υπηρεσιών. Ως εκ τούτου, η πρόσβαση στις σχετικές πληροφορίες δεν εκλαμβάνεται ως σχέση εντολής ανάμεσα στους επισκέπτες – χρήστες του δικτυακού τόπου και στο δικηγορικό γραφείο της γράφουσας και κατόχου του διακτυακού τόπου. Περαιτέρω, σημειώνεται ότι απαγορεύεται βάσει Κώδικα περί Δικηγόρων η παροχή νομικών συμβουλών άνευ της ανάλογης αμοιβής (άρθρο 57 Ν. 4194/2013 όπως τροποποιήθηκε και ισχύει).