Άκυροι οι όροι που περιορίζουν υπέρμετρα το σκοπό της ασφαλιστικής κάλυψης-ομαδική ασφάλιση δανειοληπτών-τράπεζα δικαιούχος ασφαλιστικής αποζημίωσης

Όροι για περιορισμό ευθύνης της ασφαλιστικής εταιρείας σε σύμβαση ομαδικής ασφάλισης δανειοληπτών λόγω μη συμπλήρωσης ιατρικού ερωτηματολογίου από τον ασφαλισμένο -Δικαστική απόφαση με την οποία κρίνονται καταχρηστικοί και άκυροι τέτοιοι όροι (Πολυμελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης 2399/2021, υπο δημοσίευση στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών «NOMOS»).

Με την ανωτέρω απόφαση (πληρεξούσια δικηγόρος εναγουσών: Ευγνωσία Παπαδοπούλου) το Πολυμελές Πρωτοδικείο Δικαστήριο Θεσσαλονίκης έκρινε επί ζητημάτων που παρουσιάζουν ιδιαίτερο νομικό αλλά και πραγματικό ενδιαφέρον και για το λόγο αυτό χρήζουν ανάπτυξης, στο κείμενο που ακολουθεί.  

 

Συνοπτικό ιστορικό της υπόθεσης και αξιώσεις των εναγουσών

Συγκεκριμένα, άχθηκε ενώπιον του ως άνω Δικαστηρίου, η παρακάτω διαφορά μεταξύ κληρονόμων δανειολήπτη καταναλωτικού δανείου, της τράπεζας που χορήγησε το δάνειο και της ασφαλιστικής εταιρείας με την οποία συνάφθηκε σύμβαση ομαδικής ασφάλισης δανειοληπτών στην οποία συμμετείχε ο δικαιοπάροχος των εναγουσών. Σύμφωνα με την σύμβαση αυτή, η ασφαλιστική εταιρεία είχε αναλάβει σε περίπτωση θανάτου ή μόνιμης ολικής ανικανότητας του δανειολήπτη για εργασία, να καταβάλει το ανεξόφλητο υπόλοιπο του δανείου κατά τον χρόνο επέλευσης του ασφαλιστικού κινδύνου στην δικαιούχο τράπεζα. Ωστόσο, υπήρχε όρος σύμφωνα με τον οποίο, σε περίπτωση που ο ασφαλισμένος δεν απαντήσει σε όλες τις ερωτήσεις του ιατρικού ερωτηματολογίου, η ασφάλιση περιορίζεται στην κάλυψη θανάτου ή ολικής ανικανότητας από ατύχημα.

Ο ασφαλισμένος δανειολήπτης απεβίωσε από ασθένεια και η υπο εξέταση διαφορά, ανέκυψε μετά την άρνηση της ασφαλιστικής εταιρείας να καταβάλει στην τράπεζα το ως άνω υπόλοιπο του δανείου επικαλούμενη την μη τήρηση όρων της ασφαλιστικής σύμβασης και ειδικότερα την μη συμπλήρωση του ιατρικού ερωτηματολογίου. Κατά συνέπεια σύμφωνα με τη σύμβαση που υπογράφηκε δεν ήταν σε θέση να καλύψει ασφαλιστικά την περίπτωση του θανάτου του ασφαλισμένου αλλά μπορούσε να καλύψει μόνο την περίπτωση θανάτου από ατύχημα.

Για το λόγο αυτό, οι κληρονόμοι στράφηκαν κατά της ασφαλιστικής εταιρείας και κατά της τράπεζας, η οποία αν και όφειλε ως αποκλειστική δικαιούχος να εισπράξει το ασφάλισμα για το ανεξόφλητο υπόλοιπο του δανείου παρέμεινε αδρανής, και συνέχισε για κάποιο χρονικό διάστημα να εισπράττει τις δόσεις του δανείου από τις ενάγουσες, οι οποίες ευθύνονταν ως κληρονόμοι του δανειολήπτη.

Οι εντολείς μας αιτήθηκαν λοιπόν δικαστικά την αναγνώριση της ακυρότητας και του εκπροθέσμου της καταγγελίας της επίδικης σύμβασης ασφάλισης στην οποία προέβη η ασφαλιστική εταιρεία μετά την από πλευράς τους ανακοίνωση της επέλευσης του ασφαλιστικού κινδύνου (θάνατος του δανειολήπτη από ασθένεια). Αιτήθηκαν επίσης να αναγνωριστεί ότι δεν ευθύνονται για το επίδικο δάνειο καθώς επίσης και να υποχρεωθεί η τράπεζα να επιστρέψει σε αυτές το ποσό των δόσεων του δανείου που κατέβαλαν μετά τον θάνατο του δικαιοπαρόχου τους ως αχρεωστήτως καταβληθέν.

 

Επιχειρηματολογία που έγινε δεκτή

Υποστηρίχθηκε από πλευράς μας, με πλείστες παραπομπές σε δικαστηριακά προηγούμενα, ότι προδιατυπωμένοι όροι ασφαλιστικών συμβάσεων που αποκλείουν την εφαρμογή της ασφαλιστικής σύμβασης στην περίπτωση ασθένειας του ασφαλισμένου συνιστούν καταχρηστικούς όρους που παραβιάζουν τη νομοθεσία του καταναλωτή καθώς και το δίκαιο της ιδιωτικής ασφάλισης (αρ. 2 παρ. 6 Ν.2251/1994 και 33 παρ. 1 του Ν.2496/1997 αντίστοιχα), τους οποίους τελικά επικύρωσε και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο. Επιπρόσθετα, το Δικαστήριο δέχτηκε τον ισχυρισμό μας ότι η ασφαλιστική εταιρεία θα μπορούσε ευχερώς να διαπιστώσει τη μη συμπλήρωση του ιατρικού ερωτηματολογίου από τον ασφαλισμένο και να απαιτήσει εκ νέου τη συμπλήρωσή του, ώστε να μπορεί να κρίνει αν πράγματι συντρέχει λόγος περιορισμού της ασφαλιστικής κάλυψης για τον συγκεκριμένο ασφαλισμένο ή να καταγγείλει τη σύμβαση, εντός του χρονικού πλαισίου που θέτει ο νόμος. Παρόλα αυτά, επέλεξε να εισπράττει αδιαλείπτως τα ασφάλιστρα, επί σειρά περίπου πέντε ετών, μέσω των δόσεων του δανείου που αποπλήρωνε ο αρχικά ο δανειολήπτης και στη συνέχεια οι κληρονόμοι του, και κατήγγειλε την ασφαλιστική σύμβαση αμέσως μετά την αναγγελία του θανάτου του δανειολήπτη από τους κληρονόμους του.

Σύμφωνα με το διατακτικό της απόφασης, κρίθηκαν βάσιμες οι αξιώσεις των εναγουσών. Η απόφαση αναγνώρισε την ακυρότητα της καταγγελίας της ασφαλιστικής σύμβασης από την ασφαλιστική εταιρεία την οποία υποχρέωσε να καταβάλει στην τράπεζα το ποσό της ασφαλιστικής αποζημίωσης. Περαιτέρω, αναγνωρίστηκε ότι οι ενάγουσες δεν ευθύνονται ως κληρονόμοι του δανειολήπτη έναντι της τράπεζας, δεδομένης της ασφαλιστικής κάλυψης του επίδικου δανείου και συνεπώς ότι το ποσό των δόσεων που κατέβαλαν στην τράπεζα μετά το θάνατο του δικαιοπαρόχου τους πρέπει να επιστραφεί στις ενάγουσες ως αχρεωστήτως καταβληθέν.

 

Λοιπά νομικά ζητήματα που ανέδειξε η απόφαση

  1. Εν προκειμένω, η έννομη σχέση που συνέδεε τα αντίδικα μέρη ήταν η μη γνήσια σύμβαση υπερ τρίτου, καθώς δικαιούχος της ασφαλιστικής αποζημίωσης δεν είναι ο τρίτος ασφαλισμένος τον οποίο αφορά ο κίνδυνος, ο οποίος δεν αποκτά δικό του δικαίωμα να απαιτήσει από την ασφαλιστική εταιρεία το ασφάλισμα, αλλά το πιστωτικό ίδρυμα. Ωστόσο, ο ασφαλισμένος μπορεί να ασκήσει τα δικαιώματά του κατά του αδρανούντος δικαιούχου της ασφαλιστικής αποζημίωσης, εν προκειμένω της τράπεζας, πλαγιαστικά, μέσω της πλαγιαστικής αγωγής, ζητώντας την απαλλαγή του από την αντίστοιχη οφειλή του έναντι του δανειστή η οποία βρίσκεται σε άμεση συνάφεια με την απαίτηση κατά της ασφαλιστικής εταιρείας.
  2. Επιδοκιμαστέα και άξια επισήμανσης είναι επιπρόσθετα και η εκτεταμένη αιτιολογία του δικαστηρίου αναφορικά με το πότε συντρέχει περίπτωση καταχρηστικού και άρα άκυρου όρου ασφαλιστικής σύμβασης, την οποία στηρίζει στον χαρακτήρα των ρυθμίσεων του ασφαλιστικού νόμου, χαρακτηρίζοντας επί λέξει τις ρυθμίσεις αυτές ως ‘ημιαναγκαστικού’ δικαίου. Τούτο έχει την έννοια ότι αν δεν ορίζεται κάτι άλλο ειδικά στο νόμο αυτό, δεν μπορεί να περιοριστούν με την ασφαλιστική σύμβαση τα δικαιώματα του λήπτη της ασφάλισης, του ασφαλισμένου ή του δικαιούχου του ασφαλίσματος, παρά μόνο να διευρυνθούν. Ακολούθως, την στηρίζει την αιτιολογία του σε μεγάλο βαθμό και στις διατάξεις περί προστασίας του καταναλωτή (ιδίως στο άρθρο 2 παρ. 6-7 και παρ. 10 του Ν.2251/1993). Σύμφωνα με τα οριζόμενα στις διατάξεις αυτές, όροι της σύμβασης που δεν μπορεί να χαρακτηριστούν ως γενικοί όροι συναλλαγών (ΓΟΣ) αποτελούν όμως προδιατυπωμένους όρους που δεν έχουν καταστεί αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης, γεγονός που εξ ορισμού συμβαίνει όταν ο καταναλωτής δεν μπόρεσε να επηρεάσει το περιεχόμενό τους, μπορούν να ελεγχθούν ως προς το κύρος και την καταχρηστικότητά τους σύμφωνα με το ως άνω νομικό πλαίσιο.  Εφαρμόζοντας συνεπώς τις διατάξεις αυτές, για την περίπτωση εν προκειμένω προδιατυπωμένου όρου που δεν ανήκε στον κατάλογο των 31 κατά αμάχητο τεκμήριο απαγορευτικών ρητρών που παραθέτει ο ως άνω νόμος,  χρησιμοποιεί τα κριτήρια της γενικής αρχής της καλής πίστης (281 ΑΚ) δηλαδή το κριτήριο της ‘διατάραξης της ισορροπίας των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων των συμβαλλομένων΄ και προβαίνει σε στάθμιση των εκατέρωθεν συμφερόντων των μερών λαμβάνοντας υπόψη κατά κύριο λόγο το συμφέρον του κατά τεκμήριο ασθενέστερου, καταναλωτή, γεγονός που έχει μεγάλη αξία και χρησιμότητα στο πλαίσιο της αξιολόγησης περί της καταχρηστικότητας και καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ο προκείμενος όρος κρίνεται καταχρηστικός καθώς περιορίζει υπέρμετρα το σκοπό της κάλυψης κατά παράβαση των ως άνω διατάξεων και σε κάθε περίπτωση δεν αποδίδεται η οποιασδήποτε μορφής υπαιτιότητα στον ασφαλισμένο ως προς τη μη συμπλήρωση του ιατρικού ερωτηματολογίου.
  3. Περαιτέρω, το Δικαστήριο μνημονεύει ότι η εκχώρηση στην οποία προβαίνει ο δανειολήπτης με τη συμμετοχή του σε σύμβαση ομαδικής ασφάλισης δανειοληπτών της απαίτησης για είσπραξη της ασφαλιστικής αποζημίωσης από την τράπεζα δεν αποτελεί απλώς πρόσθετη εξασφάλιση της κύριας απαίτησης από το δάνειο, αλλά αποσκοπεί στην αντικατάσταση της τελευταίας (απαίτησης) υπό την αίρεση της επέλευσης του ασφαλιστικού κινδύνου (θάνατος ή ολική ανικανότητα του ασφαλισμένου δανειολήπτη).

 

 

 

Ευγνωσία Παπαδοπούλου

*Σημειώνεται ότι σε καμία περίπτωση οι εδώ προσφερόμενες πληροφορίες δεν μπορούν να θεωρηθούν ως παροχή νομικών συμβουλών, ούτε μπορούν να αντικαταστήσουν την εξατομικευμένη παροχή νομικών υπηρεσιών. Ως εκ τούτου, η πρόσβαση στις σχετικές πληροφορίες δεν εκλαμβάνεται ως σχέση εντολής ανάμεσα στους επισκέπτες – χρήστες του δικτυακού τόπου και στο δικηγορικό γραφείο της γράφουσας και κατόχου του δικτυακού τόπου. Περαιτέρω, σημειώνεται ότι απαγορεύεται βάσει Κώδικα περί Δικηγόρων η παροχή νομικών συμβουλών άνευ της ανάλογης αμοιβής (άρθρο 57 Ν. 4194/2013 όπως τροποποιήθηκε και ισχύει).