Δεκτή ανακοπή κατά δήλωσης συνέχισης πλειστηριασμού πρώτης κατοικίας λόγω καταχρηστικότητας-ΜΠΧαλκιδικής 204/2024
Δεκτή ανακοπή κατά δήλωσης συνέχισης πλειστηριασμού πρώτης κατοικίας λόγω καταχρηστικής συμπεριφοράς διαχειρίστριας εταιρείας-Άρνηση της διαχειρίστριας εταιρείας να εξετάσει προτάσεις ρύθμισης του οφειλέτη - ΜΠΧαλκιδικής 204/2024
Στη σχολιαζόμενη απόφαση το Μονομελές Πρωτοδικείο Χαλκιδικής δικάζοντας με τη Διαδικασία των Ασφαλιστικών Μέτρων έκανε δεκτό το ένδικο βοήθημα (ανακοπή) που ασκήσαμε κατ' άρθρο 973 ΚΠολΔ και ακύρωσε τη δήλωση συνέχισης πλειστηριασμού εκ μέρους εταιρείας διαχείρισης απαιτήσεων (A.E.Δ.Α.Δ.Π.) που ενεργούσε για λογαριασμό της εταιρείας (fund) που είχε αποκτήσει την απαίτηση και κατά συνέπεια διατάχθηκε η ματαίωση του πλειστηριασμού επί της πρώτης κατοικίας οφειλέτη. Συγκεκριμένα, η ως άνω διαχειρίστρια εταιρεία που επέσπευσε τον πλειστηριασμό δεν είχε εξετάσει την πρόταση του οφειλέτη περί ρύθμισης της οφειλής του και η βλάβη του στην περίπτωση πλειστηριασμού του ακινήτου του κρίθηκε ότι ήταν υπέρμετρη, έναντι της βλάβης της εταιρείας διαχείρισης, και άρα η συμπεριφορά της κρίθηκε αδικαιολόγητη και καταχρηστική, και υπερέβαινε τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος κατά το άρθρο 281 του Αστικού Κώδικα. Αξίζει να αναφερθεί στο σημείο αυτό ότι πρόκειται για μία από τις λίγες δημοσιευμένες αποφάσεις που τέμνουν το ζήτημα της επίδειξης αντισυναλλακτικής συμπεριφοράς από πλευράς των τραπεζών και εταιρειών διαχείρισης δανείων κατά τη διαπραγμάτευση με τον οφειλέτη για επίτευξη ρύθμισης οφειλών.
Οι αρχές της καλής πίστης και των χρηστών συναλλακτικών ηθών (281 και 288 ΑΚ) επιβάλλουν να αποφεύγεται κάθε κατάχρηση στη συμπεριφορά των δανειστών, οι οποίοι αντί να συνεργάζονται με τους οφειλέτες προς την κατεύθυνση της ρύθμισης της οφειλής τους και να εξαντλούν τα περιθώρια εύρεσης συμφέρουσας και για τις δύο πλευρές λύσης διακανονισμού, επισπεύδουν πλειστηριασμό σημαντικών περιουσιακών στοιχείων, όπως εν προκειμένω της πρώτης κατοικίας, οδηγώντας σε πλήρη οικονομική καταστροφή τον οφειλέτη, χωρίς ουσιαστικό κέρδος για εκείνους (ΑΠ 1352/2011, ΕφΛαρ 17/2017, ΜΠΙωανν 20/2022, ΜΠΠειρ (ΑσφΜ) 1232/2022 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, πάγια νομολογία). Στο πλαίσιο της ως άνω ιδιαίτερης σχέσης που συνδέει τους οφειλέτες με τα πιστωτικά ιδρύματα, η οποία χαρακτηρίζεται ως σχέση εμπιστοσύνης, έχει γίνει νομολογιακά δεκτό ότι επιβάλλεται η αρχή της καλόπιστης επιδίωξης των αξιώσεών τους και η προστασία των εννόμων συμφερόντων του οφειλέτη. Επομένως, αντί ο πιστωτής να προβεί σε επιβολή αναγκαστικής κατάσχεσης του σημαντικότερου περιουσιακού στοιχείου του οφειλέτη του, προκαλώντας του υπέρμετρη βλάβη, μπορεί με βάση την καλή πίστη, η οποία υπάρχει στην σχέση του με τον οφειλέτη, ειδικά στην περίπτωση που ο δανειστής αποτελεί τραπεζικό ίδρυμα, να προτείνει μια βιώσιμη ρύθμιση, ιδίως σε περιπτώσεις που και ο οφειλέτης επιθυμεί την επίτευξή της. Η ρύθμιση αυτή θα πρέπει να διασφαλίζει την αξιοπρέπεια του υπερχρεωμένου οφειλέτη, ο οποίος βρίσκεται σε πραγματική αδυναμία εκπλήρωσης των υποχρεώσεών του, λαμβάνοντας υπόψη τις εύλογες δαπάνες διαβίωσής του και τα εισοδήματά του, αλλά και παράλληλα την μη χειροτέρευση της έννομης θέσης του πιστωτή (ΜονΕφΑθ 53/2023, ΜονΕφΠατρ 259/2023, δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Για τη στοιχειοθέτηση της καταχρηστικότητας, εξετάστηκε από το ως άνω Δικαστήριο το κριτήριο αν οι πράξεις του υποχρέου , δηλαδή της δανειολήπτη, και η υπ' αυτού δημιουργηθείσα κατάσταση επαγόμενη ιδιαίτερα επαχθείς για τον υπόχρεο επιπτώσεις και το αν τελούν σε αιτιώδη σύνδεσμο με την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου, δηλαδή της διαχειρίστριας εταιρείας. Σύμφωνα με τη βιβλιογραφία και τη νομολογία, μόνη η μακροχρόνια αδράνεια του δικαιούχου και όταν ακόμη δημιούργησε την εύλογη πεποίθηση στον υπόχρεο ότι δεν υπάρχει δικαίωμα ή ότι δεν πρόκειται αυτό να ασκηθεί δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική τη μεταγενέστερη άσκηση αυτού, αλλά απαιτείται να συντρέχουν προσθέτως ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, προερχόμενες κυρίως από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου και του υποχρέου ενόψει των οποίων και της αδράνειας του δικαιούχου, η επακολουθούσα άσκηση του δικαιώματος που τείνει στην ανατροπή της κατάστασης που έχει διαμορφωθεί υπο τις ανωτέρω ειδικές συνθήκες και έχει διατηρηθεί για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα, να εξέρχεται από τα όρια που διαγράφονται με την παραπάνω διάταξη. Μόνο το γεγονός ότι η άσκηση του δικαιώματος στη συγκεκριμένη περίπτωση επιφέρει βλάβη έστω και μεγάλη στον οφειλέτη δεν μπορεί να αποτελέσει κατάχρηση δικαιώματος κατ΄ άρθρο 281 ΑΚ παρά μόνο αν το γεγονός αυτό μπορεί να συνδυαστεί και με άλλες περιστάσεις όπως λ.χ όταν ο δανειστής δεν έχει συμφέρον στην άσκηση του δικαιώματος. Ένα από τα κριτήρια που έλαβε υπόψιν ο Δικαστής στο πλαίσιο της στάθμισης των συνεπειών μεταξύ οφειλέτη και δανειστή, κάνοντας δεκτό τον σχετικό ισχυρισμό μας ήταν και το γεγονός ότι δεν κινδύνευε η ικανοποίηση της απαίτησης της πιστώτριας αφού η τελευταία είχε εγγράψει προσημειώσεις υποθήκης πρώτης και δεύτερης σειράς σε δύο ακίνητα του οφειλέτη που υπερκάλυπταν την απαίτηση για την οποία επέσπευσε τον εν θέματι πλειστηριασμό.
Στην προκειμένη περίπτωση, η πρώτη κατοικία του οφειλέτη, ενός συνταξιούχου με σοβαρά προβλήματα υγείας, εκτέθηκε σε πλειστηριασμό για δεύτερη φορά δυνάμει της προσβαλλόμενης δήλωσης συνέχισης πλειστηριασμού, καθώς μόλις ένα έτος πριν, ο πλειστηριασμός του ακινήτου αυτού ανεστάλη με συναίνεση της εταιρείας διαχείρισης κατόπιν συμφωνίας με τον οφειλέτη και εφάπαξ καταβολής από πλευράς του τελευταίου ενός διόλου ευκαταφρόνητου ποσού έναντι της οφειλής του το οποίο υπερέβαινε τα έξοδα επίσπευσης του πλειστηριασμού και το οποίο του ζητήθηκε προκειμένου να μην προχωρήσει στην εκπλειστηρίαση της περιουσίας του. Πρέπει να σημειωθεί εδώ, ότι ο οφειλέτης, θεωρούσε εύλογα μετά τις διαβεβαιώσεις του αρμοδίου υπαλλήλου της διαχειρίστριας ότι το παραπάνω ποσό που κατέβαλε δεν αφορούσε μόνο έξοδα του πλειστηριασμού αλλά συνιστούσε προκαταβολή στο πλαίσιο μακροχρόνιου πλάνου αποπληρωμής δόσεων ρύθμισης για ικανοποίηση των απαιτήσεων κατόπιν μακροχρόνιας διαπραγμάτευσης καθώς η διαχειρίστρια εταιρεία δια του εκπροσώπου της του είχε δημιουργήσει την εύλογη πεποίθηση ότι θα προέβαινε μετά την θέση σε αναστολή του πλειστηριασμού σε διακανονισμό της οφειλής του και ότι δεν θα προέβαινε σε νέο πλειστηριασμό πριν την ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων. Εντούτοις, και παρά το γεγονός ότι ο οφειλέτης υπέβαλε ρεαλιστικές προτάσεις ρύθμισης, η διαχειρίστρια εταιρεία κακόπιστα και καταχρηστικά δεν προέβη σε εξέταση των αιτημάτων του και δεν απάντησε σε αυτά αλλά αντιθέτως επέλεξε να προβεί εν τέλει στην εν θέματι δήλωση συνέχισης πλειστηριασμού η οποία κρίθηκε άκυρη. Εν κατακλείδι, πρέπει να υποστηριχθεί ότι μέσω της σχολιαζόμενης απόφασης, αναδεικνύεται ο καίριος ρόλος του Δικαστή στο να παταχθούν φαινόμενα αντισυναλλακτικής και κακόπιστης συμπεριφοράς από πλευράς των πιστωτικών ιδρυμάτων και των εταιρειών διαχείρισης απαιτήσεων που παρατηρείται όλο και συχνότερα τα τελευταία έτη στη δικαστηριακή πρακτική καθώς και να ενισχυθεί η νομολογία που έχουν υπέρ τους οι οφειλέτες ώστε να τους συνδράμει να ανατρέψουν τις ως άνω δημιουργηθείσες καταστάσεις που θίγουν τα έννομα συμφέροντά τους.
Την υπόθεση χειρίστηκε η γράφουσα και η απόφαση εστάλη προς δημοσίευση στην τράπεζα νομικών πληροφοριών NOMOΣ.
Ευγνωσία Παπαδοπούλου
ΜΔΕ Διεθνών Σπουδών
*Σημειώνεται ότι σε καμία περίπτωση οι εδώ προσφερόμενες πληροφορίες δεν μπορούν να θεωρηθούν ως παροχή νομικών συμβουλών, ούτε μπορούν να αντικαταστήσουν την εξατομικευμένη παροχή νομικών υπηρεσιών. Ως εκ τούτου, η πρόσβαση στις σχετικές πληροφορίες δεν εκλαμβάνεται ως σχέση εντολής ανάμεσα στους επισκέπτες χρήστες του δικτυακού τόπου και στο δικηγορικό γραφείο της γράφουσας και κατόχου του διακτυακού τόπου. Περαιτέρω, σημειώνεται ότι απαγορεύεται βάσει Κώδικα περί Δικηγόρων η παροχή νομικών συμβουλών άνευ της ανάλογης αμοιβής (άρθρο 57 Ν. 4194/2013 όπως τροποποιήθηκε και ισχύει).
Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευματικής Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη.