Καταδολίευση δανειστών και διάρρηξη καταδολιευτικής δικαιοπραξίας
Τα τελευταία έτη, αναφύεται με ιδιαίτερη συχνότητα ένα ερώτημα το οποίο καλούμαστε ως δικηγόροι δανειοληπτών και εν γένει οφειλετών να αντιμετωπίσουμε σε συμβουλευτικό ή δικαστηριακό επίπεδο και είναι το εξής: Μπορεί η τράπεζα ή κάποιος άλλος δανειστής να ακυρώσει τη μεταβίβαση ενός περιουσιακού στοιχείου στην οποία προβαίνει ένας οφειλέτης προς τρίτους (συγγενείς ή άλλα πρόσωπα) σε μία ύστατη προσπάθεια του τελευταίου να ΄γλιτώσει’ τρόπον τινά το περιουσιακό του στοιχείο από τον πλειστηριασμό ;
Η απάντηση στο παραπάνω ερώτημα είναι θετική, υπο τις συγκεκριμένες προϋποθέσεις που θα εκτεθούν παρακάτω.
Αξίζει εν προκειμένω να σημειωθεί ότι η ακύρωση και η ανατροπή των συνεπειών αυτής της μεταβίβασης, της επονομαζόμενης ως ‘διάρρηξη καταδολιευτικής δικαιοπραξίας’, δεν γίνεται αυτομάτως, αλλά εμφιλοχωρεί δικαστική κρίση. Συνεπώς, απαιτείται άσκηση ενδίκου βοηθήματος, συγκεκριμένα αγωγής που κατατίθεται στο αρμόδιο δικαστήριο.
1.Οι προϋποθέσεις για τη διάρρηξη της καταδολιευτικής μεταβίβασης (Άρθρα 939 επ.ΑΚ)
α) Σε διάρρηξη υπόκεινται όλων των ειδών οι μεταβιβάσεις (απαλλοτριώσεις) επαχθείς και χαριστικές, δηλαδή οι αγοραπωλησίες, γονικές παροχές, δωρεές κλπ.
β) η αγωγή στρέφεται κατά του πρωτοφειλέτη ή του εγγυητή καθώς και κατά του τρίτου αποκτήσαντος (σύμφωνα με την κρατούσα άποψη)
γ) την αγωγή ασκεί ο δανειστής του οφειλέτη ή πλαγιαστικά ο δανειστής του δανειστή
δ) η απαίτηση πρέπει να προκύπτει από τελεσίδικη δικαστική απόφαση ή διαταγή πληρωμής που απέκτησε δύναμη δεδικασμένου
ε) πρέπει να αποδειχθεί πρόθεση βλάβης των δανειστών από τον οφειλέτη
στ) πρέπει να αποδειχθεί γνώση του τρίτου (αποκτώντος) υπερ του οποίου έγινε η απαλλοτρίωση (εκτός αν πρόκειται για μεταβίβαση από χαριστική αιτία), ότι δηλαδή ο οφειλέτης απαλλοτρίωσε με σκοπό να βλάψει το δανειστή (ΠΠρΛαρ 31/2020, ΤΝΠ Nomos). Η γνώση του τρίτου τεκμαίρεται αν είναι σύζυγος ή συγγενής του απαλλοτριώσαντος σε ευθεία γραμμή ή συγγενής αυτού σε πλάγια γραμμή εξ αίματος έως και τον τρίτο βαθμό ή από αγχιστεία έως το δεύτερο βαθμό.
ζ) πρέπει να αποδειχθεί αφερεγγυότητα του οφειλέτη, η οποία συντρέχει σύμφωνα με τις αποφάσεις των δικαστηρίων μας όταν η υπολειπόμενη εμφανής περιουσία του οφειλέτη δεν επαρκεί για την ικανοποίηση του δανειστή (βλ. ΑΠ 914/2020, ΑΠ 573/2014, ΑΠ 15/2012, ΤΝΠ Nomos)
η) απαραίτητο στοιχείο της αγωγής είναι η αναγραφή της εμπορικής αξίας του περιουσιακού στοιχείου που απαλλοτριώθηκε κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής
θ) η αξίωση του δανειστή για διάρρηξη παραγράφεται πέντε έτη μετά την κατάρτιση της πράξης, δηλαδή μετά την υπογραφή του μεταβιβαστικού συμβολαίου.
2. Οι συνέπειες της διάρρηξης
Στην περίπτωση που η αγωγή διάρρηξης καταδολιευτικής δικαιοπραξίας γίνει δεκτή από το Δικαστήριο και αποφασιστεί η ανατροπή της μεταβιβαστικής δικαιοπραξίας, τότε το περιουσιακό στοιχείο που είχε μεταβιβαστεί σε τρίτο πρόσωπο επανεντάσσεται στην περιουσία του οφειλέτη και ο δανειστής μπορεί να προβεί σε κατάσχεσή του σαν να μην είχε υπάρξει η μεταβίβαση.
Εκτός τούτου, ο οφειλέτης επιβαρύνεται με τα δικαστικά έξοδα του ενάγοντος λόγω της ήττας του στην συγκεκριμένη αγωγή καθώς και με όλες τις δαπάνες στις οποίες υποβλήθηκε για να πραγματοποιηθεί η λόγω μεταβίβαση (συμβολαιογραφικά τέλη, αμοιβές δικηγόρων, μηχανικών κλπ).
3. Μπορεί μία καταδολιευτική μεταβίβαση να εμποδίσει την ένταξη στον εξωδικαστικό μηχανισμό ρύθμισης οφειλών;
Δεν πρέπει να διαλάθει της προσοχής μας ότι με την ψήφιση και θέση σε ισχύ του Ν.4738/2020 περί ρύθμισης οφειλών και παροχή δεύτερης ευκαιρίας (Νέος Πτωχευτικός Νόμος και Εξωδικαστικός Μηχανισμός Ρύθμισης οφειλών), η ύπαρξη καταδολιευτικών μεταβιβάσεων από πλευράς του οφειλέτη που θα αιτηθεί την υπαγωγή του στον εξωδικαστικό μηχανισμό αποκτά ιδιαίτερη σημασία. Σύμφωνα με τις διατάξεις του ως άνω νόμου, αναφορικά με οφειλέτες-φυσικά πρόσωπα πρέπει να καταγράφονται στην ηλεκτρονική αίτηση υποχρεωτικά ‘οι μεταβιβάσεις ή επιβαρύνσεις περιουσιακού στοιχείου του οφειλέτη που έγινε εντός των τελευταίων πέντε (5) ετών πριν την υποβολή της αίτησης’ (βλ. Άρθρο 9 στοιχ. ε’), ενώ αναφορικά με αιτούντες οφειλέτες-νομικά πρόσωπα πρέπει να καταγράφονται αντίστοιχα ‘πλήρη στοιχεία ακινήτων ή περιουσιακών στοιχείων που τυχόν μεταβιβάστηκαν από τον οφειλέτη σε πρόσωπα συνδεδεμένα με τον οφειλέτη στη διάρκεια των εξήντα (60) μηνών που προηγούνται της ημερομηνίας υποβολής της αίτησης (Άρθρο 10 παρ.2 στ. γ). Σημειωτέον ότι συνδεδεμένα πρόσωπα τυγχάνουν τα πρόσωπα που συνδέονται λόγω ύπαρξης άμεσης ή έμμεσης συμμετοχής στο κεφάλαιο ή ουσιώδους συμμετοχής στη διοίκηση ή τον έλεγχο του νομικού προσώπου καθώς επίσης και οι συγγενείς (ήτοι ο/η σύζυγος, ο/η συμβίος και οι συγγενείς εξ αίματος ή εξ αγχιστείας μέχρι δεύτερου βαθμού) των παραπάνω προσώπων (βλ. Άρθρο 6 παρ. 1 στ. ιβ).
Φαίνεται κατά συνέπεια ότι η ύπαρξη μεταβιβάσεων από πλευράς του οφειλέτη προς τρίτα πρόσωπα δεν αποτελεί αυτοτελώς αρνητική προϋπόθεση για την υπαγωγή του τελευταίου στην παραπάνω διαδικασία (εξωδικαστικού μηχανισμού) αλλά θα συνεκτιμηθεί από τους πιστωτές, μεταξύ άλλων, ως κριτήριο βιωσιμότητας ή φερεγγυότητας του οφειλέτη (βλ.άρθρο 1 ΚΥΑ 66468/2021, ΦΕΚ Β 2484/10.06.2021). Συνεπώς, δεν αποκλείεται, ανάλογα με την αξία του μεταβιβασθέντος περιουσιακού στοιχείου ή με την αναλογία της αξίας του σε σχέση με την υπολειπόμενη περιουσία του οφειλέτη σε συνδυασμό και με άλλα κριτήρια, να ερμηνευθεί από τους πιστωτές μία τέτοια μεταβίβαση ως ένδειξη ‘κακής συναλλακτικής συμπεριφοράς’ και να επηρεάσει καθοριστικά την υπαγωγή του οφειλέτη στον εξωδικαστικό μηχανισμό ρύθμισης οφειλών.
Σε κάθε περίπτωση πάντως, βάσιμα πιθανολογείται ότι η υποχρεωτική αναγραφή του στοιχείου των μεταβιβάσεων τελευταίας 5ετίας στην αίτηση του εξωδικαστικού μηχανισμού θα διευκολύνει τα πιστωτικά ιδρύματα να αντλήσουν τα απαραίτητα στοιχεία για να μπορούν εντός των νόμιμων προθεσμιών να προσφύγουν σε διάρρηξη καταδολιευτικών μεταβιβάσεων των οφειλετών που θα αιτηθούν την υπαγωγή τους στον εξωδικαστικό μηχανισμό ρύθμισης οφειλών. Προς τη συλλογιστική αυτή συνηγορεί το γεγονός ότι η αναγραφή μεταβιβάσεων τελευταίας 5ετίας στην αίτηση του εξωδικαστικού υπέχει θέση υπεύθυνης δήλωσης για την ακρίβεια και την πληρότητα του περιεχομένου της, οπότε τυχόν ψευδής δήλωση σχετικά με τα εν θέματι στοιχεία επισύρει ως ποινικό αδίκημα, τις συνέπειες που προβλέπονται στο Ν.1599/1986.
Συμπερασματικά, γίνεται λοιπόν αντιληπτό ότι πριν προβεί κάποιος οφειλέτης σε μία τέτοια μεταβίβαση πρέπει απαραιτήτως να αναζητήσει έγκυρη νομική συμβουλή, ώστε να εξεταστεί η περίπτωσή του εξατομικευμένα σύμφωνα με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της με σκοπό να σταθμιστούν ορθά τα οφέλη με τους κινδύνους και τις συνέπειες μίας τέτοιας ενέργειας.
Ευγνωσία Παπαδοπούλου
*Σημειώνεται ότι σε καμία περίπτωση οι εδώ προσφερόμενες πληροφορίες δεν μπορούν να θεωρηθούν ως παροχή νομικών συμβουλών, ούτε μπορούν να αντικαταστήσουν την εξατομικευμένη παροχή νομικών υπηρεσιών. Ως εκ τούτου, η πρόσβαση στις σχετικές πληροφορίες δεν εκλαμβάνεται ως σχέση εντολής ανάμεσα στους επισκέπτες – χρήστες του δικτυακού τόπου και στο δικηγορικό γραφείο της γράφουσας και κατόχου του διακτυακού τόπου. Περαιτέρω, σημειώνεται ότι απαγορεύεται βάσει Κώδικα περί Δικηγόρων η παροχή νομικών συμβουλών άνευ της ανάλογης αμοιβής (άρθρο 57 Ν. 4194/2013 όπως τροποποιήθηκε και ισχύει).